- διακρίβωσις
- (-εως) η тщательная проверка, уточнение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακρίβωση — η (AM διακρίβωσις, εως) [διακριβώ] 1. εξακρίβωση 2. εξακριβωμένη έρευνα … Dictionary of Greek
διακριβώσεως — διακριβώσεω̆ς , διακρίβωσις accurate investigation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)